- αερολογία
- Αεροκουβέντες, λόγια του αέρα, άσκοπες φλυαρίες, ματαιολογίες.
(Μετεωρ.) Κλάδος της μετεωρολογίας, που μελετά τα φαινόμενα της ελεύθερης ατμόσφαιρας, δηλαδή ασχολείται με μελέτες σε ύλη πάνω από 3.000 μ. όπου τα ατμοσφαιρικά στρώματα δεν επηρεάζονται από το γήινο ανάγλυφο. Η α. μελετά τη σύνθεση και τη δομή της ατμόσφαιρας σε μεγάλα ύψη, τον σχηματισμό των νεφών και των ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων, την ανταλλαγή θερμικής ακτινοβολίας στην ελεύθερη ατμόσφαιρα, την αλληλεπίδραση των ατμοσφαιρικών μαζών, τα ατμοσφαιρικά ρεύματα κ.ά. Οι αερολογικές έρευνες γίνονται με τη χρησιμοποίηση ραντάρ, που μπορούν να εντοπίσουν τη θέση των μετώπων, τις καταιγίδες, τις ζώνες βροχής και νεφών. Μέσω αεροπλάνων που είναι ουσιαστικά ιπτάμενα αερολογικά εργαστήρια γίνεται δυνατή η παρακολούθηση των κυκλώνων, των παγόβουνων κλπ., καθώς και μέσω μετεωρολογικών πυραύλων που μεταφέρουν όργανα μετρήσεων σε ύψη έως 100 χλμ. ή και περισσότερο, μετεωρολογικών δορυφόρων που δίνουν πληροφορίες για τη νεφοκάλυψη, τις θύελλες και τις καταιγίδες, τη θερμοκρασία διαφόρων περιοχών κλπ. Για τις καθημερινές παρατηρήσεις το κυριότερο αερολογικό όργανο είναι η ραδιοβολίδα, με την οποία μπορεί να μετρηθεί η θερμοκρασία, η πίεση, η υγρασία, η ταχύτητα και η κατεύθυνση του ανέμου. Οι αερολογικές παρατηρήσεις οργανώνονται με μεγάλο δίκτυο αερολογικών παρατηρητηρίων που είναι διασκορπισμένα σε όλη τη Γη και βρίσκονται σε συνεχή λειτουργία.
Οι αερολογικές έρευνες αποβλέπουν κυρίως στην τελειοποίηση των μεθόδων για την πρόγνωση του καιρού.
αερολογικό παρατηρητήριο.Μετεωρολογικός σταθμός για τη μελέτη της ελεύθερης ατμόσφαιρας και την παρατήρηση και καταγραφή της θερμοκρασίας, της υγρασίας, της πίεσης και του ανέμου. Ο προσδιορισμός αυτών των στοιχείων γίνεται κυρίως με πλοηγαερόστατα και ραδιοβολίδες. Από τα παρατηρητήρια αυτά γίνονται επίσης έρευνες για τον προσδιορισμό του όζοντος, του ατμοσφαιρικού ηλεκτρισμού κ.ά. με δέσμια αερόστατα ή άλλες συσκευές.
* * *(I)η [αερολόγος]συνήθως στον πληθ. οι αερολογίεςλόγια χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο, άσκοπη φλυαρία, αερόλογα.————————(II)η (Μετεωρ.)κλάδος τής Μετεωρολογίας, στον οποίο μπορούν να υπαχθούν όλες οι μελέτες τής ελεύθερης ατμόσφαιρας, δηλαδή τού τμήματος τής ατμόσφαιρας που εκτείνεται πάνω από το οριακό επιφανειακό στρώμα της.[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αήρ, -έρος + -λογία, πρβλ. γαλλ. aerologie.ΠΑΡ. αερολογικός].
Dictionary of Greek. 2013.